σερπετό

σερπετό
το
ερπετό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… …   Dictionary of Greek

  • σερπετός — ή, ό, Ν 1. ζωηρός, ευκίνητος 2. μτφ. ευφυής 3. μτφ. πονηρός, κατεργάρης 4) το ουδ. ως ουσ. το σερπετό βλ. ερπετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό, κατ επίδραση τού συνωνύμου σερτό] …   Dictionary of Greek

  • ερπετό, το — και σερπετό,το 1. ονομασία Σπονδυλόζωων που περιλαμβάνει τα φίδια, τις σαύρες, τις χελώνες, τους κροκόδειλους και τους δεινόσαυρους που έζησαν παλαιότερα. 2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, ταπεινός, κόλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”